- βυζασταρούδι
- το [βυζαστάρι]βρέφος ή νεογνό που τρέφεται με μητρικό γάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βυζασταρούδι — το βρέφος ή ζώο που θηλάζει: Το Πάσχα σφάζουν πολλά αρνιά βυζασταρούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιτίτθιος — ἐπιτίτθιος, ον (Α) 1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο 2. (το αρσ. και ως ουσ.) ὁ ἐπιτίτθιος βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek